ἐνήργησαν

ἐνήργησαν
ἐνεργέω
to be in action
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοβουλία — η, Ν 1. το να ενεργεί κανείς με δική του θέληση, απόφαση οφειλόμενη αποκλειστικά στην ελεύθερη κρίση και θέληση τού προσώπου που ενεργεί («ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία») 2. η αρχική έμπνευση και ενέργεια για την επιτέλεση ενός έργου («σ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”